- συνάλληλος
- -η, -ο(λογ.), αυτός που έχει τη σχέση της συναλληλίας με κάτι άλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνάλληλος — η, ο, Ν (λογ.) (για έννοιες) αυτές που υπάγονται μαζί και άμεσα σε άλλη ανώτερη, υπερκείμενη έννοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων), πρβλ. κατ άλληλος] … Dictionary of Greek
συναλληλία — η, Ν (λογ.) η ιδιότητα τών εννοιών που είναι συνάλληλες, η αμοιβαία σχέση τους, εφόσον υπάγονται στην ίδια ανώτερη έννοια, την υπερκειμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάλληλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Θ. Λιβαδά] … Dictionary of Greek